- Κοράδος
- Βλ. λ. Κόνραντ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λεοπόλδος του Μπάμπενμπουργκ — Όνομα μαργράβων (τίτλος ευγενείας και το αξίωμα του διοικητή παραμεθόριων περιοχών στην Ευρώπη, ανάλογο με τον βυζαντινό ακρίτα) της Αυστρίας, μελών του οίκου των Μπάμπενμπουργκ, ο οποίος ηγεμόνευσε στην Αυστρία από το 976 έως το 1246, με έδρα το … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Φιούμι, Λιονέλο — (Fiumi, Ροβερέτο 1894 – Βερόνα 1973). Ιταλός ποιητής και κριτικός. Ανήκει με τον Γκοβόνι και άλλους στην ομάδα των επονομαζόμενων ποιητών της Βερόνας και της Φεράρας, που ήταν οπαδοί του φουτουρισμού. Το 1913 ίδρυσε ένα προοδευτικό κίνημα που… … Dictionary of Greek